τετραφάρμακος

τετραφάρμακος
τετραφάρμακος
compounded of four drugs
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετραφάρμακος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που αποτελείται από τέσσερα φάρμακα αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετραφάρμακος α) είδος εμπλάστρου από κηρό, στέαρ, πίσσα και ρητίνη β) οι πρώτες τέσσερεις «Κύριαι Δόξαι» τού Επικούρου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραφάρμακον το… …   Dictionary of Greek

  • τετραφάρμακον — τετραφάρμακος compounded of four drugs masc/fem acc sg τετραφάρμακος compounded of four drugs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραφαρμάκου — τετραφάρμακος compounded of four drugs masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραφαρμάκῳ — τετραφάρμακος compounded of four drugs masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραφάρμακοι — τετραφάρμακος compounded of four drugs masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tetrapharmakos — The Tetrapharmakos (τετραφάρμακος), or, The four part cure, is the Greek philosopher Epicurus (341 BC, Samos – 270 BC, Athens) remedy for leading the happiest possible life. The tetrapharmakos was originally a compound of four drugs (wax, tallow …   Wikipedia

  • Эпикуреизм — Эпикуреизм  философское учение, исходящее из идей Эпикура и его последователей. Эпикуреизм был одним из наиболее влиятельных философских течений в Античности. Эпикур основывает свою школу в 310 г. до н. э. сначала в Колофоне, а… …   Википедия

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • ՉՈՐԵՔԴԵՂԵԱՆ — (ղենի.) NBH 2 0578 Chronological Sequence: 8c, 18c ա. τετραφάρμακος tetrapharmacus. Բաղադրեալն ի չորից դեղոց կամ ի ներկոց. *Որպէս ի վերայ այլ իմն չորեքդեղեանն քան զորս յորոց շարակային: Որպէս չորեքդեղենին, եւ այլն. (զոր Լեհ. իմանայ բաղկացութիւն ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”